- πλεονεκτικως
- πλεονεκτικῶςπλεον-εκτικῶςсвоекорыстно, с корыстной целью, хищнически Plat., Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πλεονεκτικῶς — πλεονεκτικός greedy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτικός — ή, ό / πλεονεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλεονέκτης] νεοελλ. αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σχέση με έναν άλλο μσν. αρχ. αυτός που ρέπει προς την πλεονεξία («... δικαίως καλεῑσθαι πλεονεκτικούς», Ισοκρ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek